- καταπαύσιμος
- -η, -ο (Μ καταπαύσιμος, -ον) [κατάπαυσις]νεοελλ.αυτός που είναι δυνατόν να καταπαύσει, να τερματιστεί, να σταματήσειμσν.αυτός με τον οποίο είναι δυνατή η κατάπαυση, αυτός που καταπαύει, που φέρνει απόλυτη ησυχία και γαλήνη, ο καταπαυστικός.
Dictionary of Greek. 2013.