καταπαύσιμος

καταπαύσιμος
-η, -ο (Μ καταπαύσιμος, -ον) [κατάπαυσις]
νεοελλ.
αυτός που είναι δυνατόν να καταπαύσει, να τερματιστεί, να σταματήσει
μσν.
αυτός με τον οποίο είναι δυνατή η κατάπαυση, αυτός που καταπαύει, που φέρνει απόλυτη ησυχία και γαλήνη, ο καταπαυστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • упокоение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (ἡ καταπαύσιμος) успокоительный день, т. е. суббота …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”